- νεφρόστομα
- τοβλ. νεφροστόμιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεφροστόμιο — και νεφρόστομα το βιολ. πόρος ή αγωγός μέσω τού οποίου διέρχεται το κοιλωματικό υγρό από το κοίλωμα στο νεφρίδιο ή στον νεφρώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrostoma (< νεφρ[ο] * + στόμα)] … Dictionary of Greek